Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013

Μέρα γιορτής... 22 Δεκέμβρη... αφιερωμένο.

Δούλευε.
Υπάλληλος στο ΙΚΑ.
Θυμάμαι ότι δούλευαν και απογεύματα.
Δεν ξέρω πότε έπαψε αυτό.
Τέτοιες μέρες είχε πολλές δουλειές.
Πότε τις προλάβαινε;
Ερχόταν και η Σούλα.
Η γιαγιά Ελένη απλά έδινε εντολές.
Άνοιγαν το σαλόνι.
Έβγαιναν τα καλύμματα των επίπλων.
Κολλαρίζονταν τα σεμέν.
Και ετοιμάζονταν το κέρασμα.
Δύσκολη εποχή.
Οι κυρίες νήστευαν.
Έρχονταν κάποια κιλά αμύγδαλα στο σπίτι.
Τα έσπαζε ο μπαμπάς.
Μετά σε ένα κατσαρολάκι, τα ζεμάτιζε η μαμά λίγα-λίγα.
Bοήθαγα στο "άσπρισμά" τους.
Ανάμεσα δείκτη αντίχειρα έτριβα το αμύγδαλο και η μυτερή ακρούλα του έσκιζε την μουσκεμένη φλούδα και με ένα πλοπ πετιόταν έξω ο λευκός καρπός.
Τα άπλωνε σε μια πετσέτα να στεγνώσουν.
Μετά τα πήγαινε ο μπαμπάς στον Αθανασίου, νομίζω, μαζί με ζάχαρη για το άλεσμα.
Επέστρεφε μια εύπλαστη μάζα, από την οποία έκλεβα κανένα κομματάκι.
Δεν θυμάμαι φυσικά την συνταγή.
Κάπου είναι σίγουρα γραμμένη στο μεγάλο βιβλίο της μαμάς.
Τα αμυγδαλωτά ήταν δυο ειδών τα ωμά τα νηστίσιμα και τα άλλα τα ψημένα.
Μικρά κομψά μπαλάκια τα οποία τα βούταγε σε λιωμένη ζεστή βανίλια γλυκό.
Τα αράδιαζε σε μια πιατέλα και κόλλαγε πριν κρυώσουν πάνω τους ένα όγδοο από κερασάκι γλυκό.
Αυτά ήταν τα νηστίσιμα.
Υπήρχαν και τα άλλα όπου θυμάμαι ότι έβαζε και ασπράδι αυγού.
Έπαιζε στις συζητήσεις αυτό: "-Μα ναι, το ασπράδι Μαρίκα μου, είναι νηστίσιμο. -Α, πα, πα εγώ τα ξέρω αλλιώς".
Υπήρχε ένα πολύτιμο τενεκεδένιο εργαλείο σαν σωλήνας, όπου πιεζόταν η μάζα του αμύγδαλου και από την άλλη πλευρά έβγαινε ένα μακρουλό σκατζοχοιράκι, το οποίο ψηνόταν με προσοχή μη και αρπάξουν τα "αγκάθια" του.
Μετά το ράντιζε με ροδόνερο.
Με γοήτευε αυτή η μαγική λέξη.
Και μετά το χιόνιζε με άχνη.
Ξέχασα το πιο σπουδαίο.
Πάντα υπήρχαν πέντε-δέκα πικραμύγδαλα στην συνταγή.
Το άρωμά τους είναι εκείνο που μου φέρνει τις μνήμες.
Ακόμη και σε σαπούνι να το μυρίσω χαμογελώ.
Τα αμυγδαλωτά λοιπόν ήταν το κύριο κέρασμα.
Προηγούνταν όμως το πρώτο κέρασμα.
Ένα ποτηράκι σπιτικό λικέρ.
Κερασώ το έλεγαν αν και το έφτιαχναν από βύσσινα.
Εγώ ακολουθούσα κρατώντας την φοντανιέρα.
Μαργαρίτες σοκολατάκια για τις μη παραδοσιακές κυρίες και σε άλλη φοντανιέρα μικρά κίτρινα νερατζάκια γλασέ για τις νηστεύουσες.
Λίγο αργότερα έβγαινε το αμυγδαλωτό στις δυο εκδοχές του.
Οι κυρίες κάθονταν με όρθια την πλάτη, με την τσάντα στα γόνατα και φορώντας το παλτό τους. Διάρκεια επίσκεψης λιγότερο από μισή ώρα.
Αργότερα, μετά τις εννέα ή δέκα έρχονταν τα ζευγάρια.
Νομίζω ότι σε αυτούς πρόσφεραν και ουίσκι και φιστίκια, που η μαμά είχε καθαρίσει τα φλούδια, από πριν για να μη γεμίσουν τα χαλιά.

Εγώ;

Είχα ήδη πάει για ύπνο...







Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2013

22 Δεκέμβρη του έτους της απωλείας 2013

Τις τελευταίες μέρες πύκνωσαν τα σκοτεινά και τα πικρά.
Με έριξαν.
Μέσα μου κάτι φωνάζει:
"Όχι ρε, δεν θα τους περάσει"
Αλλά και κάτι μικρό κι ανάποδο γκρινιάζει:
"Κι αν; Κι αν νικήσουν; Κι αν χαθούνε και χαθούμε και όλα όσα γνωρίζαμε, στιγμές, χαρές, χαμόγελα γλιστρήσουν;"

Κάνω ενέσεις ομορφιάς σαν αντίδοτο στην πίκρα.
Κάποιοι ήχοι είναι ομορφιά.
Κάποιες εικόνες είναι ομορφιά.
Κάποιες μυρωδιές είναι ομορφιά.

Αλλά και η ομορφιά πονά.

Πιο πολύ από την απουσία της;
Δεν ξέρω;
Πάντα έχω λίγα ψίχουλά της.
Δεν ξέρω όμως να τα μοιράζομαι.
Όχι ότι δεν τα δίνω.
Απλά δεν βλέπω απλωμένα χέρια να τα μοιράσω.



Χόρευα ποτέ πάνω στο φτερό του; 



εικόνα


Για μυρωδιά... σκεφτείτε πικραμύγδαλο... το αγαπώ.

Παρασκευή 30 Αυγούστου 2013

Οίκτος...

Νοιώθω οίκτο για σένα συνάδελφε, συναδέλφισσα;

Νοιώθω οίκτο για μένα μήπως; 
Διότι ξέρεις, το έχω πάρει προσωπικά το θέμα.
Δεν ξέρω γιατί.
Δεν το εκλογικεύω το γιατί.
Απλά αισθάνομαι.
Μπαίνω για δευτερόλεπτα στα παπούτσια σου.

Σου διέλυσαν την ζωή, λέω.
Πόσο κομμάτι της ζωή σου μέσα στην μέρα σου, έπιανε το σχολείο;
Πόσο δάσκαλος ήσουν;
Πόσο αγαπούσες αυτό που έκανες;
Πόσο ήταν η ζωή σου;
Πόσο ήταν η χαρά σου;
Πόσο ήταν το άγχος σου;
Πόσο ήταν η έννοια σου;
Πόσο ήταν το ξενύχτι σου;
Πόσο ήταν το όνειρό σου;


Δεν νοιώθω οίκτο. 
Θυμό νοιώθω.
Ναι, φυσικά και λυπάμαι.
Η λύπη μου όμως, που έγινες η "Ιφιγένεια" στην τρόικα, δεν σε μειώνει καθόλου. 

Αν όμως σε ευνουχίσουν... 
Αν πάψεις να αγωνίζεσαι... 
Αν παραιτηθείς...
Αν τους βοηθήσεις να σε ξεχάσουν... 
Αν δεχτείς την "διαθεσιμότητα" σαν Ιώβ που πρέπει να υποφέρει.... 

Τότε... εσύ μειώνεις, μηδενίζεις, ακυρώνεις αυτό που ήσουν μέχρι τώρα μέσα στα σχολεία μας.

Αυτό που μπορείς να συνεχίσεις να είσαι.

Σου το λέω εγώ με σιγουριά. 
Είσαι συνάδελφος, ίσος. 
Ο οίκτος δεν είναι το κίνητρό μου.

Και αν ψάξεις στα μάτια, στα αμήχανα χαμόγελα, στις άσχετες κουβέντες των άλλων συναδέλφων σου, την Δευτέρα μέσα στο σχολείο σου, μη κάνεις το λάθος και δεις οίκτο. 
Ανακούφιση είναι που θυσιάστηκες εσύ αντί γι αυτούς. 
Τρόμος είναι, μη και βρεθούν στη θέση σου αύριο. 
Ντροπή είναι, που σε ξέχασαν για λίγο.
Πίκρα είναι που δεν έχουν τα κότσια να παλέψουν δίπλα σου.

Εγώ δεν νοιώθω οίκτο για σένα. 

Διότι είμαι εσύ... 
Ένα μικρό κομμάτι σου. 
Εκείνο το "συν" από το συναδέλφισσα είμαι.








Τρίτη 20 Αυγούστου 2013

Δεν θέλω... .να ανοίξουν τα σχολεία.


Εντάξει, όχι όλα. 
Το 4ο ΕΠΑΛ δεν θέλω να ανοίξει.
Τουλάχιστον μέχρι να επαναπροσδιορίσω τον όρο "συνάδελφος".
Ή να βρω άλλη λέξη. 
Η πρώτη μέρα πάντα, είχε χαμόγελα και φιλιά.
Και αγωνίες μου να ξαναβρώ τα κομμένα νήματα της επικοινωνίας με τους ανθρώπους που θεωρούσα δικούς μου.

Τώρα πια δεν υπάρχουν αγωνίες... τα νήματα έχουν κοπεί...
Φρόντισαν για αυτό πολλά/πολλοί. 
Κάποιοι τα έκοψαν μόνοι τους.

Τα χαμόγελα τα έχω πλέον μόνο για τα παιδιά.
Τα φιλιά για κανέναν.

Θυμό έχω. 
Για πολλούς. 
Για όλους. 
Ανεξαιρέτως.
Και απορίες.
Παιδικές.
Όχι για όλους.

Και κάτι ακόμη. 
Δεν θέλω να ξανακούσω "ευχαριστούμε για αυτά που κάνεις".
Αισθάνομαι κάπως σαν φρικιό. 
Ανώμαλη. 
Παράξενη.
Σαν να μην είναι το πιο φυσιολογικό, να φέρεσαι, όπως ακριβώς θα ήθελες να φερθεί ο άλλος, αν εσύ ήσουν σε τέτοια θέση.

Αυτή είναι η ηθική μου
Δώσε, ότι θέλεις να σου δώσουν.  

Αυτό θεωρώ ανθρώπινο. 
Θεούς δεν έχω.

Ένα τελευταίο. 
Δεν είναι ο οίκτος το κίνητρό μου.



Δεν είμαι σε διαθεσιμότητα... ακόμη.





Τρίτη 23 Ιουλίου 2013

έρωτες και περιπέτειες μιας μαθηματικού σε ΕΠΑΛ

Δώδεκα χρόνια στο 4ο.
Στην αρχή  ήταν ΤΕΕ. 
Δικά του βιβλία. Του ΤΕΕ.
Συγκεντρωμένα όλα τα πρακτικά θέματα, που θάπρεπε σε γενικές γραμμές κάποιος να ξέρει. 
Άρχισα με τον κανονικό τρόπο. Σε γενικά λύκεια ήμουν πιο πριν... τι ήξερα;
Θεωρία, παραδείγματα, ασκησούλες, ασκήσεις, τεστ, διαγωνίσματα. 
Διαπίστωσα ότι κάτι δεν δούλευε. 
Θεωρούσα δεδομένες γνώσεις που δεν υπήρχαν.
Άρχισα να τις χτίζω. 
Ξανάγραψα το βιβλίο, έφτιαξα φύλλα εργασίας με άπειρα ασκησάκια που τα ζαλίζαμε όλοι μαζί. 
Δεν επέτρεπα την αποχή. 
Δεν επέτρεπα την παραίτηση. 
Επέτρεπα το "σήμερα δεν είμαι καλά", για μερικά από τα σήμερά τους. 
Το "ξέχασα τις φωτοτυπίες" μια ή δυο φορές, φτάνει να ερχόντουσαν την επόμενη.
Και έτσι γινόταν το μάθημα.
Και ξαφνικά είχα μια τάξη που μάλωνε "Εγώ δεν είπα!", "Η σειρά μου είναι!". "Ε, χέρι σηκώνω τόση ώρα!". "Κυρία, κυρία!"
Ακόμη όμως, ο πίνακας δάγκωνε. 
Δεν σηκωνόντουσαν. 
Κάποιοι λίγοι τολμηροί το έκαναν. 
Και καταλάβαιναν ότι κάποια πράγματα, ναι, είναι εύκολα, ναι, δεν είναι και τόσο τρομακτικά. 
Και αν έκαναν και κανένα λάθος, το χειρότερο ήταν, να ακουστεί ο συναγερμός του πίνακα, δια του στόματός μου... "μπι-μπι-μπι-μπι". Γελάγαμε και προχωράγαμε. Διόρθωναν το λάθος και η άσκηση τέλειωνε.
Στις εξετάσεις πάντα αρρώσταινα.
Προφορικά 15, γραπτά 2. Οκ, πέρναγαν, αλλά η έλλειψη γνώσεων και εμπειρίας, τους πρόδιδε. Και η σκασμένη η κόλλα δεν είχε συναγερμό, να σου δείχνει ότι έκανες λάθος, να το διορθώσεις.  
Και από ΤΕΕ γίναμε ΕΠΑΛ και για μισό χρόνο είχα υπαρξιακά στην τάξη... ποια είμαι... τι κάνω... που πάω... η ύλη του γενικού λυκείου πολύ ασήκωτη για τα παιδιά μου.
Και μετά πάλι μηδένισα. 
Και είπα θα τους κάνω όλα όσα έκανα και πριν. Δηλαδή ότι χρειάζεται για να αντιμετωπίσουν την ύλη της Γ. 
Και οι άλλοι στόχοι μου ήταν πιο σημαντικοί. Να δουν, ότι τα μαθηματικά δεν είναι και τόσο τέρατα της κολάσεως και το πιο σπουδαίο, ότι και να μην τα καταφέρνεις σε αυτά, δεν είναι και αμάρτημα. Ειδικά όταν ξέρω πολύ καλά, ότι αυτός που φταίει δεν είναι το παιδί, αλλά ο λάθος δάσκαλος που βρέθηκε στον δρόμο του την κρίσιμη στιγμή.
Δεν λέω ότι ήμουν η σωστή εγώ. 
Λέω ότι απολάμβανα να κάνω κάτι. 
Κι ας ήταν αυτό το κάτι, το ν' ακουστεί μεσ' την τάξη: 
"Καλά, δεν είναι και τόσο δύσκολο το να λύνεις εξισώσεις" από χείλη παιδιού... ΄
Άξιου παιδιού, έξυπνου παιδιού. Που απλώς έβγαζε σπυράκια στα παλιομαθηματικά.

Τα θυμήθηκα όλα αυτά, γιατί αύριο μπορεί να μην υπάρχει το 4ο ή μπορεί να μην υπάρχω εγώ για το 4ο...
.

Δευτέρα 24 Ιουνίου 2013

νερό

Μου αρέσει όταν φορτώνει ο ουρανός.
Όταν από το πουθενά μαζεύονται γρήγορα-γρήγορα τα μαύρα σύννεφα και σε σκεπάζουν.
Και αρχίζουν τα αστραπόβροντα.
Πριν λίγο ένας κεραυνός έπεσε δίπλα μας.
Το αεράκι έχει ποιότητα και υπόσχεση.
Και αρχίζεις να ακούς τις ψιχάλες και να ακούς και την μυρωδιά του βρεγμένου δάσους.
Και είναι όμορφα... κι ας σου χάλασε τα σχέδια για σήμερα.
Και δυναμώνει ο αέρας και οι ανοιχτές πόρτες δεν συγκρατούνται από τα περσινά καλοκαιρινά βότσαλα που μάζεψες από εκείνες τις παραλίες σου.
Και ο ορίζοντας θολώνει από το νερό που πέφτει.
Και εύχεσαι να σε είχε βρει τούτος ο χαμός μέσα στην θάλασσα και νάναι όλο το νερό δικό σου...

Τετάρτη 5 Ιουνίου 2013

η Ελένη (1)

Γεννήθηκε μια ολοστρόγγυλη χρονιά.
Κόρη του Κωσταντή.
Γαλανή, λευκή επιδερμίδα, ξανθιά.

Στα δεκαεφτά της την είδε ο αξιωματικός -λέει- Στεργιόπουλος από την Κυπαρισσία.
"Ποιος είναι αυτός ο άγγελος που χτενίζεται στο παράθυρο" είπε.
Την ζήτησε.
Την πήρε.
Όταν την πήγε στην πατρίδα του, έρχονταν για μέρες -λέει- και από τα γειτονικά χωριά να δουν την "ξανθιά ομορφιά" από τον βορρά. Στην μελαχρινάδα του νότου ήταν κάτι πολύ εξωτικό η Ελένη.

Εκεί γεννήθηκε και η Ευαγγελία τους και ο Ξενοφώντας τους και κάποια άλλα μικρά που δεν έζησαν ούτε στις μνήμες. Δεν έχω ιδέα με ποια σειρά. Δεν υπάρχει κανείς πλέον για να τον ρωτήσω.
Ο Ξενοφών έμεινε για πάντα το παλικάρι που έφυγε στα δεκαεννιά του.
"Εκείνο το πικρό ποτήρι" είχε ψελλίσει η Ελένη, δείχνοντας την μεγάλη φωτογραφία του πάνω από το κομό της, λεπτά πριν ξεψυχήσει το '83.

Ο Πολυζώης, ο αξιωματικός, αφού παραιτήθηκε των πατρικών κτημάτων για να προικιστούν οι αδελφές του από τον δεύτερο γάμο της μάνας του, πήρε την οικογένεια και γύρισε στον βορρά της Ελένης του.

Εκεί γεννήθηκε η μάνα μου, η Αναστασία...

Κυριακή 31 Μαρτίου 2013

δεν μ' αγαπούν οι Κυριακές


Πάλι άρχισε να ψιλοβρέχει.
Τάισα τα σκυλιά. 
Μύριζε το χώμα. 
Ακούγονταν οι στάλες πάνω στο πολυκαρβονικό. 
Σε άλλη περίπτωση θα έλεγα: "όμορφα!". 
Από χθες όμως απλώς σπρώχνω τις ώρες. 
Να φύγουν.
Νάρθει η Δευτέρα.
Τώρα κατάλαβα πως αυτή την Κυριακή είχα μια ώρα λιγότερη να σκοτώσω. 
Την εξαϋλωμένη θερινή ώρα. 
Δεν αγαπώ τις Κυριακές και ούτε αυτές με αγαπούν.  
Είμαι θυμωμένη. 
Με ποιον; 
Έχει σημασία; 
Ίσως περισσότερο με μένα. 
Με σένα... 

Παρασκευή 15 Μαρτίου 2013

Λατρεύω την θάλασσα.



Ο πατέρας μου θυμάμαι, πάντοτε είχε πλεούμενο. Τον χειμώνα παρκαρισμένο, κουκουλωμένο έξω από το σπίτι. Το καλοκαίρι στο νερό, για ψαρέματα που του άρεσαν και βαριόμουνα σαν διάολος και για εκδρομές για μπάνιο που απολάμβανα.
Πριν γεννηθώ ήταν μια "Θόη" (...google it!). Την είχε φτιάξει μόνος με σχέδια από το Popular Mechanics. 
Ακολούθησε ένα ιστιοπλοϊκό φτιαγμένο από τον ίδιο και αυτό, με σκελετό από ξύλο και το υπόλοιπο από καραβόπανο. "Έπιαναν" τα χέρια του. 
Έχω δει φωτογραφίες τους όπως και ενός καμπινάτου σκάφους που το είχε συνεταιρικά με κάποιον φίλο του. Το σκάφος εκείνο λεγόταν "Μαραμπού" και εμένα μου θύμιζε Ολλανδέζικο σαμπό. Το είχα προλάβει να σαπίζει, κουφάρι, κάπου κοντά στην τωρινή ιχθυόσκαλα.
Από τότε που γεννήθηκα πάντα υπήρχε μια ξύλινη "Κική" στην οικογένεια δεμένη στο Ν.Ο.Κ. 
Στα 11 ή στα 12 μου είχε ένα κρις κραφτ. Ξύλινο, λουστραρισμένο και γυαλιστερά μπρούτζινα πάνω του. Σαν τα σκάφη που βλέπεις στο Σαν Τροπέ σε ταινίες της Μπαρντό του '60. Δεν είχε όμως το τιμόνι μπροστά στο παρμπρίζ, αλλά το χειριζόσουν από τη εξωλέμβιο πίσω στην πρύμνη.  
Έριχνε απίστευτη δουλειά πάνω του. Τον θυμάμαι πάντα με την μάσκα να βουτά και να ξύνει την τραγάνα από την καρίνα του, να καίγεται η πλάτη του από τον ήλιο, ενώ το στήθος του ήταν ασπρουλό και εγώ με την μαμά και τους φίλους που είχαμε μαζί χαιρόμασταν την παραλία και την θάλασσα. Στον γυρισμό αφού μας αποβίβαζε στην Ραψάνη για να γυρίσουμε με τα πόδια σπίτι, έτρωγε ώρα να εξαφανίσει την άμμο που είχαμε ανέμελα κουβαλήσει με τα βρεμένα μας πόδια. Και να τρίβει και τα μπρούντζα,  διότι δεν είχε ανοξείδωτα για να δένει τα διάφορα σχοινιά του σκάφους. Και μετά στις τρεις ή αργότερα να γυρνά σπίτι με τα πόδια. Δεν είχαμε αυτοκίνητο τότε. 
Έφηβη όταν έγινα, είχε πλέον κουραστεί και το πούλησε το σκάφος. Το έκλαιγα. 
Ο πατέρας μου δεν ξαναμπήκε και στην θάλασσα. Της γύρισε την πλάτη. Τον έλεγα "προφήτη Ηλία". Διόλου θρήσκος. Απλά η ίδια ιστορία. 
Αγόρασε με το εφάπαξ ένα κτηματάκι μισό στρέμμα και άρχισε την οργάνωση των καλλιεργειών του. Κρατώντας ημερολόγια και κάνοντας σχεδιαγράμματα και φωτογραφίζοντας τα πάντα, διαβάζοντας σχετικά βιβλία και άρθρα.

Πως μου ήρθαν όλα αυτά; 
Μια βόλτα σήμερα σε μια παραλία όπου δεν θυμάμαι να είχα ξαναπάει. Γκρίζα ανοιχτή θάλασσα, όριο απέναντι η Θάσος. Ερημιά. Μόνο εμείς. Η άμμος είχε βγει στον παραλιακό δρόμο. Κάποιο JCB πάλευε να την ξαναγυρίσει πίσω. Πατήσαμε πάνω στην βρεγμένη άμμο. Αν ήμουν μόνη θα στεκόμουν να την κοιτάω. 
Δεν ήμουν. 

Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2013

ο σεισμός που μου ξύπνησε θύμισες


Είχε και διάρκεια... Πρόλαβα να κάνω αρκετές σκέψεις...
  
"Μπαααα, τι είναι αυτό; Κουνιέται η ταβέρνα; Χμμμ... ταλάντωση δεξιά-αριστερά... τι μου θυμίζει... ΣΕΙΣΜΟΣ... Οοοοο... μόνο τρία τσίπουρα ήπια... ναι είναι σεισμός... οκ... σταμάτησε..." 

Εγώ και οι τρεις άνδρες μου στο Μπαλαούρο για μεσημεριανό Παρασκευής... 


Θυμήθηκα τον σεισμό της Σαλονίκης που όλο τον Μάη κουνιόμασταν και είχαν σπάσει τα νεύρα μας και το βράδυ του μεγάλου σεισμού είχαμε φτάσει στο ύψιστο επίπεδο αφασίας, να αλλάξουμε πλευρό η Μ και εγώ. Τελικά επειδή είχαν ταρακουνηθεί και τα πατρικά μας στην Καβάλα, μας τηλεφώνησαν... η μαμά μου νομίζω. Ανήσυχοι. "Βγείτε έξω, πρέπει να ήταν περισσότερο δυνατός από τους άλλους." 
Είπαμε να τους κάνουμε το χατήρι και ετοιμαστήκαμε. Χτένισμα, επιμελημένο μακιγιάζ, λίγη ώρα μπρος στην ντουλάπα για επιλογή ρούχων. Το μόνο που κόλλαγε με την περίσταση ήταν η τσαντούλα με τα πολύτιμα μας που είχαμε έτοιμη στο χολ όλον εκείνο τον μήνα, η καθεμιά μας. Τι πολύτιμα είχα τότε η τρελή φοιτήτρια; Δεν θυμάμαι. Θυμάμαι όμως την τσάντα εκείνη. Έμοιαζε ταχυδρομική, ήταν κατακίτρινη, την είχε φέρει η θεία Λίτσα από την Γερμανία και είχε μεγάλο σουξέ κάποια προηγούμενη χρονιά στο σχολείο. 
Συνάμενες-κουνάμενες πήγαμε προς την Φουμουσου. Εκεί βρήκαμε τον Μανώλη και την Λίνα, πάντα μαζί αυτοί... Και εδώ και δεκαοκτώ χρόνια ακόμη μαζί και ακίνητοι κάτω από τον διπλό σταυρό τους. Αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία. 
Την αράξαμε στην πλατεία του Χημείου, πάνω στο χορτάρι. Κουβέντα, όλα καλά, διηγήσεις για το που ήμασταν την ώρα του σεισμού, τριλιλι-τραλαλό μέχρι που προσέξαμε τα φορτηγά. Τα φορτηγά που ανέβαιναν τον δρόμο προς την Αγίου Δημητρίου. Τα φορτηγά που ήταν γεμάτα μπάζα. Μπάζα από την πολυκατοικία στην Ιπποδρομίου, μάθαμε. Μια ολόκληρη πολυκατοικία έπεσε έλεγαν. Η πολυκατοικία του "Νίκου", ζαχαροπλαστείο όπου αμαρταίναμε από καιρού εις καιρόν. Τα φορτηγά κουβάλαγαν κομμάτια από τοίχους και χώμα και θυμάμαι υφάσματα να ανεμίζουν ανάμεσα και χαρτιά από βιβλία. Και αυτή η εικόνα με έβαλε στην πραγματικότητα. Δεν τόλμησα να κατηφορίσω προς την πληγμένη περιοχή. Πήγε ο Μανώλης, αλλά γύρισε γρήγορα, δεν άφηναν να πλησιάσει κόσμος εκεί και τα νέα ήταν κακά, πολύ. Περάσαμε την νύχτα στο χορτάρι της πλατείας δίπλα στον δρόμο. Τώρα λέγεται Εθνικής Αμύνης, έτσι λεγόταν και τότε; Το στομάχι είχε χαλάσει, οι μετασεισμοί μας χτυπούσαν, οι εικόνες ήταν χειρότερες όσο προχώραγε το βράδυ. Στο απέναντι νοσοκομείο (πως το λένε τώρα, υπάρχει;) τα κρεβάτια με τους ορούς είχαν μεταφερθεί έξω. Θυμάμαι σε κάποια σημεία έντονα φώτα, ίσως προβολείς. Είπαν για χειρουργεία έξω, γίνεται; 
Η φαντασία μου, για το δράμα που κρυβόταν πίσω από τα φορτηγά με τα μπάζα, με αρρώσταινε. 
Το ξημέρωμα οι ειδήσεις ήταν φρικτές. 
Τελικά 29 άνθρωποι πέθαναν σε κείνη την οικοδομή.
Νοικιάσαμε ταξί και επιστρέψαμε στην Καβάλα την άλλη μέρα. 
Κείνο το καλοκαίρι άργησα να μάθω να κοιμάμαι χωρίς χημική βοήθεια      





Σάββατο 2 Φεβρουαρίου 2013

τίποτε δεν έχει σημασία



Πάλι πήρε φωτιά ο ουρανός μου.
Γιατί με χτυπάνε τόσο οι δύσεις;
Με πονάνε.
Σημαίνουν κάτι παραπάνω, πλέον; 
Το τέλος της ημέρας είναι, τίποτε άλλο.
Αλλά η δίψα και το κενό είναι μεγαλύτερα αυτή την ώρα. 
Τα μάτια μου έγιναν κόκκινα και αυτά σαν βγήκα έξω να δω, ως που απλώνεται αυτό το περίεργο κόκκινο τ' ουρανού. Τα ένιωσα να καίνε και καθρέφτης μου το επιβεβαίωσε.
Και μετά κοκκίνισαν και οι σκέψεις μου... Και όταν ξανακοίταξα έξω είχαν μαυρίσει τα πάντα. 

Και πόσο σημασία έχει που κάποιος θα διαβάσει τι γράφω, όταν δεν θα καταλάβει τίποτε; 

Και πόση σημασία έχει αυτοί που θέλω να καταλάβουν, ότι δεν θα το διαβάσουν;




Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2013

ονειρεύομαι με όρια


Πολλές φορές τελευταίως φωνάζω τις σκέψεις μου εδώ. 
Γιατί το κάνω; 
Ποιον ενδιαφέρουν; 
Ποιον θα ήθελα να ενδιαφέρουν; 
Και το ξεγύμνωμα γιατί γίνεται; 
Πόσο ξεγύμνωμα είναι; 
Κάποιος που με ξέρει καταλαβαίνει τι εννοώ; 
Πόσο τον επηρεάζει. 
Τι σκέφτεται;
Αδιαφορεί;
Λέει, μας τάχει πρήξει; 
Και εμένα, με νοιάζει; 
Τι ελπίζω; 
Να μου πουν πόσο υπέροχα γράφεις; 
Μα ούτε εγώ δεν το πιστεύω, απλά γράφω. 
Τι επιδιώκω;
Να ραγίσω καρδιές με τις λέξεις μου;
Να λιώσω πάγους;
Να κερδίσω αφοσίωση;
Ναι, καλά, τα παραμύθια βρόμισαν. 
Έχω μια τεράστια απορία όμως. 
Τι καταλαβαίνουν αυτοί που με ξέρουν; 
Τι πιστεύουν ότι εννοώ αυτοί που δεν με γνωρίζουν. 
Πολλές φορές "μιλάω" μόνο για να αδειάσω από συναισθήματα. 
Πολλές φορές μιλάω σε συγκεκριμένο πρόσωπο, που όμως δεν με διαβάζει. 
Τις περισσότερες φορές μιλάω σε μένα. 
Επανατοποθετώ συναισθήματα, επαναπροσδιορίζω σχέσεις, επανακαθορίζω τα θέλω μου.
Όμως...
Ονειρεύομαι με όρια.


Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2013

ονείρου ορισμός


Μερικές φορές δεν υπάρχει τίποτε άλλο παρά δίψα. 
Δυνατή. 
Στεγνώνει η σκέψη μου. 
Δεν υπάρχει τίποτε άλλο. 
Ένα όμως, μικρό, ελάχιστο "κάτι" αρκεί για να με ζωντανέψει. 
Όλο το μυαλό μου εξαφανίζεται καθώς δεν μπορώ να μαντέψω τι συμβαίνει. 
Δεν μου επιτρέπω να μαντεύω. 
Θέλω τα πάντα να εξηγούνται. 
Τα προφανή δεν τα εμπιστεύομαι. 
Όμως τα ονειρεύομαι... 
Υπάρχει ή όχι; 
Πόσο σημασία έχει; 
Πόσο σημασία μπορώ να αντέξω; 
Πόσο όνειρο ζητώ; 

Ποιος ο ορισμός του ονείρου μου;

Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2013

στενές επαφές σε χλιαρά σώματα... καλοριφέρ


Τρίτη μέρα εργάσιμη και οι ρυθμοί φυσιολογικοί. 
Κολλάω στο καλοριφέρ, ο μόνος τρόπος να αντιληφθείς αν είναι αναμμένο. 
Ώρα εννιά... μετά από μια εφιαλτική ώρα στην τάξη όπου αισθανόμουν περίεργα... 
Γραφείο... 
Παρέα... συζητήσεις περί του πόσο κρεμμύδι είσαι. Κολάν ισοθερμικό και τζιν. Που αγοράζεις τα αποτελεσματικότερα ισοθερμικά. Πόσο απαραίτητο είναι το φανελάκι. Δεν έχω, δεν συνηθίζω. 
Κρυώνω. Τρέμω. Οι ώμοι μου γέρνουν. Τι άλλο να φορέσω αύριο; 
Είμαι καλά; Δεν είμαι; 
Το ρίγος δεν με αφήνει. 
Ρίγος απ' το κρύο ή αρρώστησα. 
Δεν αισθάνομαι και πολύ καλά γενικώς. 
Όχι δεν θέλω κασέρι, δεν μου έπεσε η πίεση, υπερτασική είμαι καλέ. 
Ο καφές ζεστός στην αρχή ζεσταίνει τις παλάμες μου. Δεν μπορώ να παίξω ούτε με τον αφρούλι. Δεν τον πέτυχες και πολύ σήμερα τον αφρό. Φταίει η παγωνιά... Μου αρέσει να παίζω με το κουτάλι και τον αφρό, να αφήνω κόκκους ζάχαρης να αιωρούνται πάνω του. Να τους μαζεύω έναν-έναν. Να τους καταλαβαίνω στα δόντια, στην γλώσσα.  Αλλά σήμερα κρυώνω, δεν έχω κέφια ούτε για απλές απολαύσεις. 
Ζεστές κουβέντες. Μιλάμε για μάλλινες κουβέρτες και για παπλώματα. 
Δεκάξι βαθμούς η κρεβατοκάμαρα σήμερα, σιγά μην έχω όρεξη για ξύπνημα. 
Το ρίγος ξανασέρνεται στην ράχη μου. Το μόνο καυτό είναι το μυαλό μου. Δεν με ζεσταίνει.
Θέλω να φύγω. Σπίτι.
Μένω. Στο δικό μου γραφείο έχει κλιματισμό αλλά δεν κάνει και πολλά το πρωί. 
Ο καφές τέλειωσε, κρύωσε... Πείθω τον εαυτό μου ότι οκ ζεστάθηκες αρκετά, ξεκόλλα από το καλοριφέρ.

Ξεκόλλα...

Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2013

θα κυνηγήσω


Κάποια στιγμή σε έναν άλλο τόπο, πανέμορφο, θα κυνηγήσω τα όνειρα που άφησα στην μέση κάποτε. 

Θυμάμαι τα όνειρα; 

Ήχος θάλασσας, μυρωδιά θάλασσας. 

Ξένος τόπος, φρέσκος και παλιός συνάμα. 
Μουσική μέσα στο αίμα των ανθρώπων γύρω μου. 
Τραγούδι και χορός αντί για κουβέντες και περπατήματα. 
Άμμος να γεμίζει τα πάντα, να τρίζει στα πατώματα, να γλιστρά στα δάχτυλα. Να την σκουπίζει ο αέρας και όχι χέρια. 
Γλύκα ατέλειωτη από φρούτα, από γέλια, από λόγια, από χείλη, από αγάπη. 
Δημιουργία. Με χέρια, με δάχτυλα, με σκέψη, με λέξεις.

Και η ζωή εκεί. 

Χωρίς συμβάσεις, μόνο με τα όνειρα και τα σχέδια και τα βήματα που χάθηκαν μέσα στην άλλη ζωή. 

Μήπως όλα αυτά είναι ένα νανούρισμα... 


Τετάρτη 2 Ιανουαρίου 2013

1-1-13




έχω πάντα λάθος προσδοκίες
θέλω αγκαλιά
φιλιά
να αισθανθώ ότι με αγαπά...
αυτός
ότι δεν είμαι απλά χρήσιμη

ε... πήρα ένα τέλειο μηδέν...

γιατί είμαστε μαζί;

ξέρω τι θέλει από μένα...
εγώ θέλω περισσότερα...

πρόβλημά μου

..... .....