Κυριακή 31 Μαρτίου 2013

δεν μ' αγαπούν οι Κυριακές


Πάλι άρχισε να ψιλοβρέχει.
Τάισα τα σκυλιά. 
Μύριζε το χώμα. 
Ακούγονταν οι στάλες πάνω στο πολυκαρβονικό. 
Σε άλλη περίπτωση θα έλεγα: "όμορφα!". 
Από χθες όμως απλώς σπρώχνω τις ώρες. 
Να φύγουν.
Νάρθει η Δευτέρα.
Τώρα κατάλαβα πως αυτή την Κυριακή είχα μια ώρα λιγότερη να σκοτώσω. 
Την εξαϋλωμένη θερινή ώρα. 
Δεν αγαπώ τις Κυριακές και ούτε αυτές με αγαπούν.  
Είμαι θυμωμένη. 
Με ποιον; 
Έχει σημασία; 
Ίσως περισσότερο με μένα. 
Με σένα... 

Παρασκευή 15 Μαρτίου 2013

Λατρεύω την θάλασσα.



Ο πατέρας μου θυμάμαι, πάντοτε είχε πλεούμενο. Τον χειμώνα παρκαρισμένο, κουκουλωμένο έξω από το σπίτι. Το καλοκαίρι στο νερό, για ψαρέματα που του άρεσαν και βαριόμουνα σαν διάολος και για εκδρομές για μπάνιο που απολάμβανα.
Πριν γεννηθώ ήταν μια "Θόη" (...google it!). Την είχε φτιάξει μόνος με σχέδια από το Popular Mechanics. 
Ακολούθησε ένα ιστιοπλοϊκό φτιαγμένο από τον ίδιο και αυτό, με σκελετό από ξύλο και το υπόλοιπο από καραβόπανο. "Έπιαναν" τα χέρια του. 
Έχω δει φωτογραφίες τους όπως και ενός καμπινάτου σκάφους που το είχε συνεταιρικά με κάποιον φίλο του. Το σκάφος εκείνο λεγόταν "Μαραμπού" και εμένα μου θύμιζε Ολλανδέζικο σαμπό. Το είχα προλάβει να σαπίζει, κουφάρι, κάπου κοντά στην τωρινή ιχθυόσκαλα.
Από τότε που γεννήθηκα πάντα υπήρχε μια ξύλινη "Κική" στην οικογένεια δεμένη στο Ν.Ο.Κ. 
Στα 11 ή στα 12 μου είχε ένα κρις κραφτ. Ξύλινο, λουστραρισμένο και γυαλιστερά μπρούτζινα πάνω του. Σαν τα σκάφη που βλέπεις στο Σαν Τροπέ σε ταινίες της Μπαρντό του '60. Δεν είχε όμως το τιμόνι μπροστά στο παρμπρίζ, αλλά το χειριζόσουν από τη εξωλέμβιο πίσω στην πρύμνη.  
Έριχνε απίστευτη δουλειά πάνω του. Τον θυμάμαι πάντα με την μάσκα να βουτά και να ξύνει την τραγάνα από την καρίνα του, να καίγεται η πλάτη του από τον ήλιο, ενώ το στήθος του ήταν ασπρουλό και εγώ με την μαμά και τους φίλους που είχαμε μαζί χαιρόμασταν την παραλία και την θάλασσα. Στον γυρισμό αφού μας αποβίβαζε στην Ραψάνη για να γυρίσουμε με τα πόδια σπίτι, έτρωγε ώρα να εξαφανίσει την άμμο που είχαμε ανέμελα κουβαλήσει με τα βρεμένα μας πόδια. Και να τρίβει και τα μπρούντζα,  διότι δεν είχε ανοξείδωτα για να δένει τα διάφορα σχοινιά του σκάφους. Και μετά στις τρεις ή αργότερα να γυρνά σπίτι με τα πόδια. Δεν είχαμε αυτοκίνητο τότε. 
Έφηβη όταν έγινα, είχε πλέον κουραστεί και το πούλησε το σκάφος. Το έκλαιγα. 
Ο πατέρας μου δεν ξαναμπήκε και στην θάλασσα. Της γύρισε την πλάτη. Τον έλεγα "προφήτη Ηλία". Διόλου θρήσκος. Απλά η ίδια ιστορία. 
Αγόρασε με το εφάπαξ ένα κτηματάκι μισό στρέμμα και άρχισε την οργάνωση των καλλιεργειών του. Κρατώντας ημερολόγια και κάνοντας σχεδιαγράμματα και φωτογραφίζοντας τα πάντα, διαβάζοντας σχετικά βιβλία και άρθρα.

Πως μου ήρθαν όλα αυτά; 
Μια βόλτα σήμερα σε μια παραλία όπου δεν θυμάμαι να είχα ξαναπάει. Γκρίζα ανοιχτή θάλασσα, όριο απέναντι η Θάσος. Ερημιά. Μόνο εμείς. Η άμμος είχε βγει στον παραλιακό δρόμο. Κάποιο JCB πάλευε να την ξαναγυρίσει πίσω. Πατήσαμε πάνω στην βρεγμένη άμμο. Αν ήμουν μόνη θα στεκόμουν να την κοιτάω. 
Δεν ήμουν.