Δευτέρα 24 Ιουνίου 2013

νερό

Μου αρέσει όταν φορτώνει ο ουρανός.
Όταν από το πουθενά μαζεύονται γρήγορα-γρήγορα τα μαύρα σύννεφα και σε σκεπάζουν.
Και αρχίζουν τα αστραπόβροντα.
Πριν λίγο ένας κεραυνός έπεσε δίπλα μας.
Το αεράκι έχει ποιότητα και υπόσχεση.
Και αρχίζεις να ακούς τις ψιχάλες και να ακούς και την μυρωδιά του βρεγμένου δάσους.
Και είναι όμορφα... κι ας σου χάλασε τα σχέδια για σήμερα.
Και δυναμώνει ο αέρας και οι ανοιχτές πόρτες δεν συγκρατούνται από τα περσινά καλοκαιρινά βότσαλα που μάζεψες από εκείνες τις παραλίες σου.
Και ο ορίζοντας θολώνει από το νερό που πέφτει.
Και εύχεσαι να σε είχε βρει τούτος ο χαμός μέσα στην θάλασσα και νάναι όλο το νερό δικό σου...

Τετάρτη 5 Ιουνίου 2013

η Ελένη (1)

Γεννήθηκε μια ολοστρόγγυλη χρονιά.
Κόρη του Κωσταντή.
Γαλανή, λευκή επιδερμίδα, ξανθιά.

Στα δεκαεφτά της την είδε ο αξιωματικός -λέει- Στεργιόπουλος από την Κυπαρισσία.
"Ποιος είναι αυτός ο άγγελος που χτενίζεται στο παράθυρο" είπε.
Την ζήτησε.
Την πήρε.
Όταν την πήγε στην πατρίδα του, έρχονταν για μέρες -λέει- και από τα γειτονικά χωριά να δουν την "ξανθιά ομορφιά" από τον βορρά. Στην μελαχρινάδα του νότου ήταν κάτι πολύ εξωτικό η Ελένη.

Εκεί γεννήθηκε και η Ευαγγελία τους και ο Ξενοφώντας τους και κάποια άλλα μικρά που δεν έζησαν ούτε στις μνήμες. Δεν έχω ιδέα με ποια σειρά. Δεν υπάρχει κανείς πλέον για να τον ρωτήσω.
Ο Ξενοφών έμεινε για πάντα το παλικάρι που έφυγε στα δεκαεννιά του.
"Εκείνο το πικρό ποτήρι" είχε ψελλίσει η Ελένη, δείχνοντας την μεγάλη φωτογραφία του πάνω από το κομό της, λεπτά πριν ξεψυχήσει το '83.

Ο Πολυζώης, ο αξιωματικός, αφού παραιτήθηκε των πατρικών κτημάτων για να προικιστούν οι αδελφές του από τον δεύτερο γάμο της μάνας του, πήρε την οικογένεια και γύρισε στον βορρά της Ελένης του.

Εκεί γεννήθηκε η μάνα μου, η Αναστασία...